- επίσογκος
- ἐπίσογκος, -ον (Α)αυτός που έχει ίσο όγκο με κάποιον άλλο («κουφοτέρα γὰρ ἡ γῆ τοῡ ἐπισόγκου ὔδατός ἐστιν ὤστ’ ἐποχεῑσθαι», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσος + όγκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισόγκου — ἐπίσογκος of equal bulk masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)